Λοιμώξεις

Share it:

Λοιμώξεις

ΟΞΕΙΑ ΚΥΣΤΙΤΙΔΑ

Έως και 50% των σεξουαλικώς ενεργών γυναικών θα έχουν τουλάχιστον μία προσβολή από κυστίτιδα στη ζωή τους, αλλά οι λοιμώξεις στους άνδρες και τα παιδιά είναι σπάνια. Τα κλινικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν συχνουρία, δυσουρία, επιτακτική ούρηση, αιματουρία και δύσοσμα ούρα.

Η διάγνωση γίνεται με ουροκαλλιέργεια, η οποία δείχνει >100 000 οργανισμούς/ mL.

Περαιτέρω έρευνα στις γυναίκες δεν είναι απαραίτητη, εκτός αν υπάρχουν στοιχεία για συμμετοχή της ανώτερης οδού ή εμμένουσα αιματουρία. Σε άντρες < 50 ετών, μία απλή ακτινογραφία κοιλίας (ΝΟΚ) θα πρέπει να πραγματοποιηθεί για να αποκλειστούν λίθοι, αλλά καμία άλλη διερεύνηση δεν απαιτείται. Σε μεγαλύτερους άνδρες και παιδιά, απαιτείται πλήρης εκτίμηση της ουροποιητικής οδού με ΝΟΚ και υπερηχογράφημα.

Η θεραπεία γίνεται με αντιβιοτικά από το στόμα (εμπειρική θεραπεία 3 ημερών), αναμένοντας τα αποτελέσματα της καλλιέργειας και της εξέτασης ευαισθησίας. Η ουροκαλλιέργεια πρέπει να επαναλαμβάνεται μία εβδομάδα μετά την αγωγή για να εξασφαλιστεί η εκρίζωση των βακτηρίων. Σε ασθενείς άνω των 65 ετών, σε διαβητικούς ή αν τα συμπτώματα είναι σοβαρά ή μη ρυθμιζόμενα, η θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται για μία εβδομάδα.

 

ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΕΣ ΚΥΣΤΙΤΙΔΕΣ

Ένα 10-20% των γυναικών που έχουν υποστεί μια κυστίτιδα και έχουν λάβει θεραπεία για αυτή, θα επανεμφανίσουν παρόμοια λοίμωξη.

Μια γυναίκα θεωρείται ότι πάσχει από υποτροπιάζουσα ουρολοίμωξη όταν έχει πάνω από 3 λοιμώξεις ετησίως.

Παράγοντες κινδύνου για υποτροπιάζουσες κυστίτιδες είναι η σεξουαλική δραστηριότητα, η χρήση αντισυλληπτικών, η κληρονομικότητα, η εμμηνόπαυση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η λιθίαση οπουδήποτε στην ουροποιητική όδο κι άλλα. Η συμπτωματολογία είναι αντίστοιχη της οξείας κυστίτιδας, ενδέχεται όμως να υπάρχουν και πιο ήπια, άτυπα ενοχλήματα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, απαιτείται λεπτομερής κλινικός και απεικονιστικός έλεγχος για να βρεθεί το αίτιο (π.χ. ανατομική ανωμαλία, συγγενής πάθηση). Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει αρκετές επιλογές, από αλλαγές στις συνήθειες ζωής, μέχρι τη χρόνια λήψη αντιβιοτικών ή την έγχυση εντός της ουροδόχου κύστεως ειδικών προφυλακτικών ουσιών.

 

ΠΡΟΣΤΑΤΙΤΙΔΑ

Διακρίνεται σε οξεία βακτηριακή, χρονία βακτηριακή και χρονία μη βακτηριακή (σύνδρομο πυελικού άλγους).

Η οξεία προστατίτιδα μπορεί να προκαλέσει πέρα από έντονη πόνο και καύσο κατά την ούρηση και σοβαρά συμπτώματα, όπως υψηλό πυρετό, αδυναμία ούρησης ή μέχρι και εικόνα σήψης, που ίσως απαιτήσουν επείγουσα εισαγωγή.

Η χορήγηση αντιβίωσης για τουλάχιστον 15 ημέρες σε συνδυασμό με φάρμακα που διευκολύνουν την δίοδο των ούρων από τον προστάτη είναι η θεραπεία εκλογής. Επί σοβαρότερης συμπτωματολογίας θα απαιτηθεί περαιτέρω αντιμετώπιση και νοσοκομειακή νοσηλεία.

Η χρόνια προστατίτιδα εμφανίζεται κυρίως στους σεξουαλικά ενεργούς και νεότερους άνδρες που μπορεί να οφείλεται σε μικρόβιο ή σε άλλους, μη μικροβιακούς παράγοντες (ορμονολογικούς, ανοσολογικούς, νευρολογικούς, ψυχολογικούς, χημικούς κλπ.). Τα συμπτώματα ποικίλλουν ή μπορεί και να μην υπάρχουν.

Η κλινική εικόνα όμως δεν είναι θορυβώδης, όπως στην οξεία προστατίτιδα. Ο ουρολόγος μπορεί να διαγνώσει τον σωστό κλινικό «φαινότυπο» για κάθε ασθενή, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις (π..χ δακτυλική εξέταση, καλλιέργειες προστατικού εκκρίματος, σπέρματος, ούρων, εξεταση PSA). Η θεραπευτική αντιμετώπιση μπορεί να είναι συντηρητική, φαρμακευτική ή και χειρουργική σε ειδικές περιπτώσεις.

ΟΡΧΙΤΙΔΑ-ΕΠΙΔΙΔΥΜΙΤΙΔΑ

Η οξεία επιδιδυμίτιδα παρουσιάζεται συνήθως με πόνο στο όσχεο, οίδημα και ερυθρότητα. Η κλινική εικόνα θυμίζει την συστροφή όρχεως, η οποία πρέπει άμεσα να διακρίνεται, διότι απαιτεί χειρουργική αντιμετώπιση. Συμπτώματα ουρολοίμωξης εμφανίζονται στη μειοψηφία των ασθενών, αλλά ουρηθρικό έκκριμα μπορεί να παρατηρηθεί σε νεότερους άνδρες. Σε αυτούς, η λοίμωξη οφείλεται σε σεξουαλικώς μεταδιδόμενα μικρόβια (γονόρροια, χλαμύδια). Σε μεγαλύτερους άντρες, η απόφραξη της ροής από την ουροδόχο κύστη είναι η συνήθης αιτία (κυρίως λόγω υπερπλασίας προστάτη). Σε κάποιες περιπτώσεις το αίτιο δεν είναι μικροβιακό. Η διάγνωση γίνεται με κλινική εξέταση και υπερηχογράφημα του οσχέου. Στα παιδιά, η κατάσταση οφείλεται συνήθως σε υποκείμενη ουρολογική ανωμαλία και απαιτείται πλήρης διερεύνηση.

Η πλήρης ιατρική εκτίμηση των γεννητικών οργάνων είναι απαραίτητη.

Η θεραπεία γίνεται με αντιβιοτικά και αντιφλεγμονώδη από το στόμα για περίπου 2 εβδομάδες και ανάρτηση του οσχέου.

Η οξεία ορχίτιδα μπορεί να επιπλέξει οποιαδήποτε ιογενή ασθένεια και είναι ιδιαιτέρως κοινή στην παρωτίτιδα, την ερυθρά και σε λοίμωξη από ιό Coxsackie. Ορχίτιδα στα πλαίσια παρωτίτιδας παρατηρείται στο 15-20% των προσβεβλημένων ενηλίκων, 3-7 ημέρες μετά τη λοίμωξη. Η διάγνωση γίνεται με το ιστορικό παρωτίτιδας και με ανίχνευση κυκλοφορούντων αντισωμάτων για τον ιό της παρωτίτιδας. Η κλινική εικόνα είναι παρόμοια με αυτή της επιδιδυμίτιδας. Αναλγησία, υποστήριξη του οσχέου και κλινοστατισμός είναι συνήθως αποτελεσματικά, αλλά σε ένα 50% των περιπτώσεων εξελίσσεται σε ορχική ατροφία ή στειρότητα.

Οι ανωτέρω οξείες λοιμώξεις στο 15% των περιπτώσεων μεταπίπτουν σε χρόνιες, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε διαταραχές γονιμότητας.

ΠΥΕΛΟΝΕΦΡΙΤΙΔΑ

Η οξεία πυελονεφρίτιδα παρουσιάζεται με οσφυϊκό άλγος, πυρετό και ρίγος. Βακτήρια, λευκά και ερυθρά αιμοσφαίρια (στο 40-60%) ανευρίσκονται στα ούρα και υπάρχει συχνά ευαισθησία στην οσφύ κατά την εξέταση. Το 80% των λοιμώξεων οφείλεται στο κολοβακτηρίδιο και το 50% έχει συνοδό κυστίτιδα.

Μη άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης και ιδιαίτερα σε διαβητικούς και γενικά ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες για τη ζωή επιπτώσεις (ουροσήψη).

Η θεραπεία περιλαμβάνει χορήγηση αντιβιοτικών από το στόμα από 7 έως 21 ημέρες, ανάλογα με τη βαρύτητα της λοίμωξης και τις υποκείμενες παθήσεις. Επί απόφραξης του νεφρού απαιτείται άμεση αποσυμφόρηση με τοποθέτηση νεφροστομίας ή ουρητηρικού καθέτηρα (pig-tail).

Η χρόνια πυελονεφρίτιδα είναι συνήθως ασυμπτωματική και ίσως να μην απαιτήσει συγκεκριμένη θεραπεία. Είναι όμως δυνατόν και να εξελιχθεί σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και τελικού σταδίου νεφρική νόσο, αν δεν αναγνωριστεί έγκαιρα και αντιμετωπιστεί.


ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΣ ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ο έρπης των γεννητικών οργάνων, η σύφιλη, τα κονδυλώματα και οι προαναφερθείσες γονόρροια και λοίμωξη από χλαμύδια. Οι λοιμώξεις αυτές απαιτούν σωστή διάγνωση, ενημέρωση και θεραπεία του ασθενούς, ώστε να μην δημιουργήσουν περαιτέρω επιπλοκές και προβλήματα (π.χ στενώματα ουρήθρας).

Scroll to Top