Η υψηλότερη επίπτωση εμφανίζεται στην Αφρική, Ασία και στη Νότια Αμερική, αλλά ο καρκίνος πέους είναι σπάνιος στην Ευρώπη, επηρεάζοντας μόνο 1 στους 100000 άνδρες.
95% των καρκίνων του πέους είναι καρκινώματα πλακώδους επιθηλίου, με τα υπόλοιπα να είναι μελανώματα, βασικοκυτταρικά καρκινώματα η λεμφώματα.
Η περιτομή έχει προστατευτική επίδραση. Ο καρκίνος επηρεάζει μόνο την ακροποσθία στο 25% και μόνο την βάλανο του πέους στο 50%. Είναι ασύνηθες να εμπλέκεται το σώμα του πέους.
Έχουν εντοπιστεί αρκετοί παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του πέους, όπως η φίμωση, η χρόνια φλεγμονή του πέους, ο σκληρυντικός λειχήνας, το κάπνισμα, η υπεριώδης φωτοθεραπεία Α και η χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, μεταξύ άλλων.
Οι ιοί των ανθρωπίνων οξυτενών κονδυλωμάτων (HPV) 16 και 18 είναι οι πιο συχνά σχετιζόμενοι με τους γεννητικούς καρκίνους. HPV-16 DNA έχει βρεθεί στο 50% των καρκίνων του πέους ή σε περιοχές δυσπλασίας.
Επί του παρόντος, εκτός από περιορισμένο αριθμό χωρών, δεν υπάρχει γενική σύσταση για εμβολιασμό κατά του HPV στους άνδρες λόγω των διαφορετικών προτύπων κινδύνου που σχετίζονται με τον HPV στον καρκίνο του πέους και του τραχήλου της μήτρας. Μια μετα-ανάλυση έδειξε ότι η συχνότητα των πρωκτικών (αναλογία κινδύνου [RR]: 0,42), του στόματος (RR: 0,16) και των λοιμώξεων από τον HPV του τραχήλου της μήτρας (RR: 0,22) ήταν μειωμένη στις εμβολιασμένες ομάδες σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου, υποδεικνύοντας ότι ο HPV Ο εμβολιασμός οδηγεί στην πρόληψη της μόλυνσης από τον HPV. Ο εμβολιασμός για τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων στους άνδρες έδειξε αποτελεσματικότητα άνω του 50% έναντι των ενδοεπιθηλιακών βλαβών του πρωκτού. Δεδομένου ότι έως και το 50% των διηθητικών καρκινωμάτων του πέους και το 80% των προνεοπλασματικών βλαβών σχετίζονται με τον HPV, ενθαρρύνεται ο εμβολιασμός κατά του HPV.
Η φίμωση συνδέεται ισχυρά με τον διηθητικό καρκίνο του πέους, λόγω σχετιζόμενων χρόνιων λοιμώξεων. Ωστόσο, το σμήγμα δεν είναι καρκινογόνο. Η συχνότητα εμφάνισης σκληρυντικού λειχήνα είναι σχετικά υψηλή σε ασθενείς με καρκίνο του πέους, αλλά δεν σχετίζεται με ανεπιθύμητα ιστοπαθολογικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης της ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας του πέους (PeIN).
Η ερυθροπλακία του Queyrat, η νόσος Bowen και η bowenoid βλατίδωση πιστεύεται πως είναι προκακοήθεις βλάβες και είναο βασικό να διαγιγνώσκονται με μια απλή βιοψία, ώστε να ακολουθεί καλή παρακολούθηση του ασθενούς.
55% των ψηλαφητών λεμφαδένων είναι διηθημένοι και ψηλαφητοί κατά την διάγνωση. Οι θετικοί λεμφαδένες οδηγούν σε χειρότερη πρόγνωση. Στενή παρακολούθηση των ψηλαφητών λεμφαδένων μετά από αντιβιοτική θεραπεία είναι προτιμότερη προσέγγιση για χαμηλού κινδύνου νόσου. Εάν οι λεμφαδένες επιμένουν μετά από αυτό, βιοψίες (αναρρόφηση, από τον πυρήνα, ή ανοικτές μπορεί να είναι αναγκαίες).
Εάν οι βουβωνικοί λεμφαδένες περιέχουν πράγματι όγκο, ακολουθούν αξονική τομογραφία κοιλίας και θώρακα. Σπινθηρογράφημα οστών ενδείκνυται μόνο αν υπάρχει πόνος στα οστά.
Η αντιμετώπιση του πρωτοπαθούς όγκου παραμένει αμφιλεγόμενη. Ενώ ο στόχος είναι η απομάκρυνση του πρωτοπαθούς όγκου, υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για την συντηρητική θεραπεία με την διατήρηση της κοσμητικής εμφάνισης με φυσιολογική σεξουαλική και ουροποιητική λειτουργία.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών με καρκίνο του πέους είναι χωρίς περιτομή και έχουν μάζα ορατή ή ψηλαφητή κάτω από τη ακροποσθία. Βουβωνική λεμφαδενοπάθεια είναι ορατή στο 60% των ασθενών κατά την εμφάνιση, συχνά λόγω δευτεροπαθούς λοίμωξης. Ωστόσο. το 20% των ασθενών με αψηλάφητους λεμφαδένες έχουν λεμφαδενικές μικρομεταστάσεις.
Οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν θεραπεία με λέιζερ, κρυοθεραπεία, φωτοδυναμική θεραπεία, τοπική χημειοθεραπεία (αλοιφή 5-φλουορουρακίλης), ακτινοθεραπεία, βραχυθεραπεία, και χειρουργείο (μερική πεεκτομή ή εκτομή της βαλάνου). Όταν η παρακολούθηση είναι πιθανό να μην είναι εφικτή, αυτό που συνήθως προτείνεται είναι το ριζικό χειρουργείο.
Η εξωτερική ακτινοβόληση και η βραχυθεραπεία παρέχουν ποσοστά ολικής απάντησης 56% και 70% αντίστοιχα. Στις κοινές επιπλοκές περιλαμβάνονται η τηλεαγγειεκτασία (90%), τα ουρηθρικά στενώματα (35%) και η στένωση του στομίου (15-30%).
Τα ποσοστά τοπικής υποτροπής είναι παρόμοια για όλες θεραπευτικές επιλογές (15-25%).
Σε αυτή τη περίπτωση ο καρκίνος πέους απαιτεί ριζικό χειρουργείο (βαλανεκτομή, μερική ή ολική πεεκτομή αναλόγως της τοπικής επέκτασης της νόσου). Συνοδευτικά, μπορεί να απαιτηθεί και βουβωνική λεμφαδενεκτομή, αναλόγως της αρχικής βιοψίας, ή επί ψηλαφητών λεμφαδένων παρά τη χορήγηση αντιβίωσης. Αν βρεθούν πάνω από 1 θετικός για καρκίνο λεμφαδένας στη βουβωνική λεμφαδενεκτομή, ή αν υπάρχουν διογκωμένοι πυελικοί λεμφαδένες στην αξονική τομογραφία, τότε πρέπει άμεσα να γίνεται και πυελικός λεμφαδενικός καθαρισμός.
Οι κύριοι κίνδυνοι της βουβωνικής λεμφαδενεκτομής είναι η νέκρωση του δερματικού κρημνού, το λεμφοίδημα, σχηματισμός σερώματος, εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και η πνευμονική εμβολή.
Οι παραπάνω σοβαρές μετεγχειρητικές επιπλοκές έχουν σχεδόν εξαλειφθεί από τη στιγμή που εφαρμόστηκε η ελάχιστα επεμβατική ρομποτική βουβωνική λεμφαδενεκτομή. Η επέμβαση γίνεται μέσα από 4 μικρές οπές των 8 χιλιοστών στον μηρό του ασθενούς, με διάρκεια περίπου 40-60 λεπτών για κάθε μηρό, σε αντίθεση με την παραδοσιακή ανοικτή λεμφαδενεκτομή, η οποία απαιτεί ανοικτή τομή 25 εκατοστών. Η ρομποτική βουβωνική λεμφαδενεκτομή διατηρεί όλες εκείνες τις φλέβες που είναι απαραίτητες για την κυκλοφορία αίματος του ποδιού, ενώ διατηρεί και το απαραίτητο δερματικό λίπος, ώστε να αποφευχθεί νέκρωση του δέρματος, λόγω της καλύτερης και μεγενθυμένης όρασης, των ακριβών κινήσεων και του σεβασμού των ανατομικών δομών.
Η χημειοθεραπεία μπορεί να έχει ένδειξη προ του χειρουργείου για καθηλωμένους βουβωνικούς λεμφαδένες, με την χρήση φαρμάκων που στηρίζονται στην πλατίνα και στην 5-φλουορουρακίλη; Τα ποσοστά ανταπόκρισης είναι του 70% ενώ τα ποσοστά επιβίωσης του 23%. Παρόμοιες αγωγές επίσης χρησιμοποιούνται στην προχωρημένη νόσο με πλήρης ή μερική ανταπόκριση του 30%.
Ιατρείο Μαρούσι
ΥΓΕΙΑ – Ερυθρού Σταυρού 5,
7ος όροφος,
210 686 7637
Copyright © 2024 Αττική Ουρολογία
Design & Developed by Zonepage