Ανατομικά, το ουροποιητικό σύστημα χωρίζεται στο ανώτερο και στο κατώτερο ουροποιητικό σύστημα. Στο ανώτερο ουροποιητικό σύστημα περιλαμβάνονται ο νεφρός και ο ουρητήρας. Ειδικότερα εντός του νεφρού, υπάρχει η νεφρική πύελος με τους κάλυκες του νεφρού, τα οποία μαζί με τον ουρητήρα, αποτελούν την ανώτερη αποχετευτική οδό. Οι καρκίνοι που αναπτύσσονται εντός του συστήματος αυτού ονομάζονται ουροθηλιακοί καρκίνοι, έχουν επιθετική συμπεριφορά και χρειάζονται συνδυασμό θεραπειών. Μια άλλη ονομασία τους είναι καρκίνοι εκ μεταβατικού επιθηλίου, λόγω της ιστολογικής τους προέλευσης.
Τα ουροθηλιακά καρκινώματα της ανώτερης οδού έχουν ετήσια επίπτωση στις δυτικές χώρες 2 περιπτώσεων ανά 100.000 κατοίκους. Στις ΗΠΑ διαγιγνώσκονται 10.000 περιπτώσεις περίπου ετησίως. Συχνότερα εμφανίζεται σε άτομα ηλικίας 70-90 ετών και είναι διπλάσια στους άνδρες. Περίπου το 9% των ασθενών παρουσιάζουν μετάσταση κατά τη στιγμή της διάγνωσης. Οι όγκοι της νεφρικής πυέλου είναι περίπου δύο φορές πιο συχνοί από τους όγκους του ουρητήρα και είναι πολυεστιακοί σε περίπου 10-20% των περιπτώσεων.
Το κάπνισμα αυξάνει κατά 7 φορές τον κίνδυνο εμφάνισης. Κάποιοι γενετικοί παράγοντες, ειδικότερα το κληρονομούμενο σύνδρομο Lynch (που σχετίζεται με καρκίνο του παχέος εντέρου) είναι επιπρόσθετοι προδιαθεσικοί παράγοντες. Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η έκθεση σε συγκεκριμένες χημικές ουσίες, όπως διαλυτικά, κηροζίνη, ασβέστης και το αριστοχολικό οξύ που υπάρχει σε φυτά της κινεζικής ιατρικής. Επίσης, ιστορικό καρκίνου ουροδόχου κύστης και πολυετείς αιμοκαθάρσεις είναι ακόμα παράγοντες κινδύνου.
Η διάγνωση των καρκινωμάτων της νεφρικής πυέλου και του ουρητήρα μπορεί να είναι τυχαία ή να σχετίζεται με συμπτώματα. Το κυρίαρχο σύμπτωμα είναι η μακροσκοπική αιματουρία, το να βλέπει δηλαδή αίμα στα ούρα ο ασθενής. Ο κολικός του νεφρού ή ο πόνος στην πλάτη επίσης, λόγω απόφραξης από θρόμβο ή όγκο στην περιοχή μπορεί να εμφανιστεί στο 20-32% των περιπτώσεων. Τα συστηματικά συμπτώματα (συμπεριλαμβανομένης της ανορεξίας, της απώλειας βάρους, της κακουχίας, της κόπωσης, του πυρετού, των νυχτερινών εφιδρώσεων και του βήχα) σε ασθενείς θα πρέπει να οδηγήσουν στην αξιολόγηση για μεταστάσεις που σχετίζονται με χειρότερη πρόγνωση. Να σημειωθεί όμως ότι οι όγκοι της νεφρικής πυέλου και του ουρητήρα δεν παρουσιάζουν πάντα συμπτώματα, οπότε η κλινική υποψία πρέπει να είναι ισχυρή.
Η διάγνωση μπορεί να ξεκινά από έναν απλό υπέρηχο. Η εξέταση εκλογής είναι η αξονική πυελογραφία, η οποία απεικονίζει όλο το ουροποιητικό σύστημα και έχει διαγνωστική ακρίβεια άνω του 90%. Ακολουθεί η λεγόμενη ουρητηροσκόπηση, με την οποία λαμβάνονται βιοψίες μέσω κάμερας από την περιοχή του όγκου, μέσω ειδικού εργαλείου το οποίο εισέρχεται στον ουρητήρα μέσω της ουρήθρας. Άλλες εξετάσεις, όπως η κυτταρολογική ούρων μπορούν να καθορίσουν την επιθετικότητα του όγκου. Να σημειωθεί ότι σε όγκους ανώτερης αποχετευτικής οδού, υπάρχει μια πιθανότητα 40% να συνυπάρχουν και ουροθηλιακοί όγκοι στην ουροδόχο κύστη από διαφυγή καρκινικών κυττάρων προς τα κάτω. Για αυτό το λόγο, όλοι οι ασθενείς πρέπει να κάνουν κυστεοσκόπηση μαζί με όλες τις ανωτέρω εξετάσεις.
Η τελική σταδιοποίηση ενός ασθενούς μπορεί να γίνει με τη χρήση PET τομογραφίας.
Οι καρκίνοι αυτοί διακρίνονται σε χαμηλού και υψηλού κινδύνου για υποτροπή ή μετάσταση ανάλογα με διάφορα χαρακτηριστικά. Όγκοι άνω των 2 εκατοστών, με συνοδό ουρητηρουδρονέφρωση, με μυοδιηθητικούς χαρακτήρες, παρουσία λεμφαδένων, θετική κυτταρολογική εξέταση και πολυεστιακότητα, είναι υψηλού κινδύνου και έχουν χειρότερη πρόγνωση. 60% των ασθενών συνολικά πρωτοεμφανίζονται με κακά χαρακτηριστικά πρόγνωσης. Οι ασθενείς με χαμηλού κινδύνου καρκινώματα της νεφρικής πυέλου και του ουρητήρα μπορούν να έχουν εξαιρετική πρόγνωση με έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία.
Χειρότερη πρόγνωση έχουν επίσης και όσοι ασθενείς λάβουν καθυστέρηση άνω των 3 μηνών για τη θεραπεία από τη στιγμή της διάγνωσης. Το σημείο εντόπισης του όγκου και το αν είναι υψηλού ή χαμηλού κινδύνου παίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή θεραπείας.
Η χρυσή επιλογή είναι η ριζική νεφροουρητηρεκτομή, δηλαδή η αφαίρεση ολόκληρου του νεφρού και του ουρητήρα μέχρι την είσοδό του στην ουροδόχο κύστη. Η ριζική νεφροουρητηρεκτομή συνήθως συνοδεύεται και από περιοχική λεμφαδενεκτομή. Η επέμβαση μπορεί να γίνει ανοικτά, λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά. Μόνο με τη ρομποτική επέμβαση, η νεφροουρητηρεκτομή μπορεί να γίνει πραγματικά με ελάχιστα επεμβατικό τρόπο, αφού η προσπέλαση αυτή δεν απαιτεί πολλαπλές μεγάλες τομές ή ενδοσκοπικές επεμβάσεις εντός της ουροδόχου κύστεως. Πρόκειται για μια ταχεία επέμβαση, ανώδυνη και σχετικά αναίμακτη, με νοσηλεία μόλις μιας ημέρας και άμεση επιστροφή στις δραστηριότητες.
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή μικρούς όγκους χαμηλού κινδύνου, υπάρχουν και χειρουργικές επιλογές μικρότερης βαρύτητας. Σε περίπτωση μικρού όγκου στον κατώτερο ουρητήρα, υπάρχει και η επιλογή της τμηματικής ουρητηρεκτομής, στην οποία αφαιρείται μόνο το τμήμα του ουρητήρα που έχει τον όγκο. Επίσης για μικρούς όγκους της νεφρικής πυέλου, έδαφος έχει κερδίσει η εστιακή αφαίρεση και καυτηριασμός με laser της περιοχής.
Αυτές οι τεχνικές διάσωσης του νεφρού όμως προϋποθέτουν ασθενείς που θα μπορούν να υποβάλλονται συχνότατα σε ουρητηροσκοπήσεις και απεικονιστικές εξετάσεις επανελέγχου, διότι η πιθανότητα υποτροπής είναι μεγάλη και σαφώς μεγαλύτερη αν συγκριθούν με τη ριζική νεφροουρητηρεκτομή.
Σε ασθενείς που υποτροπιάζουν, που έχουν υψηλού κινδύνου όγκους ή μεταστάσεις, σημαντική θέση κατέχει συνοδευτικά με το χειρουργείο, η χορήγηση συστηματικής χημειοθεραπείας και ανοσοθεραπείας ή και ακτινοθεραπείας. Οι θεραπείες αυτές έχουν φέρει επανάσταση στις μέρες μας και μπορούν πραγματικά να παρατείνουν την επιβίωση των ασθενών ή ακόμα και να τους θεραπεύσουν.
Εν κατακλείδι, ο καρκίνος της νεφρικής πυέλου και του ουρητήρα είναι μια επιθετική μορφή καρκίνου που απαιτεί έναν πολύπλοκο αλγόριθμο θεραπείας και διαφοροποιημένη επιλογή ασθενών στη διάγνωση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση. Ένας συνδυασμός απεικόνισης και ουρητηροσκόπησης χρησιμοποιούνται συχνά για τη διάγνωση και την επίτευξη ιστού. Υπάρχουν επί του παρόντος πολλαπλές μέθοδοι θεραπείας, συμπεριλαμβανομένης της ριζικής νεφροουρητηρεκτομής και των μεθόδων διάσωσης του νεφρού, όπως της τοπικής καυτηρίασης. Η παρακολούθηση θα πρέπει να είναι αυστηρή και τακτική, δεδομένου του υψηλού ποσοστού υποτροπής της νόσου.
Ιατρείο Μαρούσι
ΥΓΕΙΑ – Ερυθρού Σταυρού 5,
7ος όροφος,
210 686 7637
Copyright © 2024 Αττική Ουρολογία
Design & Developed by Zonepage