Καρκίνος Ουροδόχου Κύστης

Share it:

Καρκίνος Ουροδόχου Κύστης

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Το κυρίαρχο σύμπτωμα του καρκίνου της κύστης είναι η μακροσκοπική αιματουρία, αν και η ασυμπτωματική αιματουρία της ταινίας ούρων αποτελεί επίσης κοινό σύμπτωμα.

Η αιμορραγία, είναι τυπικά, ανώδυνη και προκύπτει σε όλη την ροή των ούρων; μπορεί να υπάρχουν πήγματα και συγκρίμματα. Πόνος υπερηβικός, ουρηθρικός ή της κορυφής του πέους και συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού (συχνουρία, επιτακτική ούρηση, νυκτουρία) μπορεί να εμφανιστούν σε συμπαγείς όγκους ή σε καρκίνωμα in situ. Οσφυϊκός πόνος μπορεί να εμφανιστεί όταν διηθητικός όγκος προκαλεί υδρονέφρωση. Οι κυστικοί όγκοι μπορεί να προκαλέσουν υδρονέφρωση μόνο με απόφραξη του ουρητήρα. Ουρητηρικοί όγκοι ή κυστικοί όγκοι που αναπτύσσονται εντός του ουρητηρικού στομίου, μπορεί να αποφράξουν τον ουρητήρα.

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ

Απεικόνιση της ανωτέρας οδού πραγματοποιείται για τον αποκλεισμό υδρονέφρωσης λόγω ουρητηρικής απόφραξης. Η αξονική ή η μαγνητική ουρογραφία βοηθούν στην σταδιοποίηση της τοπικής επέκτασης του καρκίνου της κύστης και στην ανίχνευση τοπικής λεμφαδενοπάθειας, όταν οι λεμφαδένες είναι μεγαλύτεροι από 1 cm σε διάμετρο.

Σήμερα, οι νεότεροι ενδοσκόποι διαθέτουν και ειδικά, περισσότερα ευαίσθητα διαγνωστικά μέσα απεικόνισης των όγκων, όπως τη φωτοδυναμική κυστεοσκόπηση, τη χρήση ειδικών φασμάτων φωτός (narrow band imaging), optical coherence tomography, με τα οποία αφαιρούμε και όγκους μη διακριτούς με το ανθρώπινο μάτι.

ΚΥΣΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ

Oι περισσότερες διαγνωστικές κυστεοσκοπήσεις πραγματοποιούνται πλέον σε εξωτερικούς ασθενείς ή ως περιστατικό ημέρας, με την χρήση εύκαμπτου κυστεοσκοπίου. Αυτή επιτρέπει μια γρήγορη εξέταση της ουρήθρας, του προστατικού βόθρου και της κύστης υπό τοπική αναισθησία, ελαχιστοποιώντας την επίδραση της κυστεοσκόπησης για τον ασθενή και επιτρέποντας την γρήγορη εκτίμηση ενός λογικού αριθμού ασθενών. Εάν η κύστη είναι φυσιολογική, ο ασθενής μπορεί να καθησυχασθεί άμεσα. Εάν όγκος φαίνεται εντός της κύστης είναι εύκολο να συζητηθεί η διάγνωση και να γίνει ένα πλάνο για την αντιμετώπιση του, ειδικά προσαρμοσμένο στις συγκεκριμένες συνθήκες του ασθενή, έτσι ώστε ο ασθενής να γνωρίζει τι να περιμένει στη συνέχεια. Εκτομή του όγκου μπορεί να προγραμματιστεί εν συνεχεία καταλλήλως.

ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΒΑΘΜΟΝΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΗΣ ΚΥΣΤΗΣ

Το σύστημα κατάταξης (TNM) όγκος/λεμφαδένες/μεταστάσεις/ για τους όγκους της κύστης φαίνεται στο παρακάτω σχήμα. Οι λεμφαδένες σταδιοποιούνται με την χρήση αξονικής τομογραφίας ή μαγνητικής τομογραφίας ή πιο οριστικά μετά από πυελική λεμφαδενεκτομή. Οι μεταστάσεις σταδιοποιούνται με την χρήση ακτινογραφίας θώρακα, αξονικής τομογραφίας, μαγνητικής τομογραφίας ή σπινθηρογραφήματος οστών.

Η ιστοπαθολογική βαθμονόμηση του όγκου χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: G1,καλά διαφοροποιημένοι, G2 μετρίως διαφοροποιημένοι, G3 κακώς διαφοροποιημένοι. Τόσο η σταδιοποίηση όσο και η βαθμονόμηση καθορίζουν τις θεραπευτικές επιλογές και την τελική πρόγνωση.

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Οι ασθενείς με αιματουρία συχνά ελέγχονται σε κλινικές για αιματουρία. Τα ούρα πρέπει να καλλιεργούνται για πιθανή λοίμωξη, να ελέγχονται για πρωτεϊνουρία και ένα φρέσκο δείγμα ούρησης να στέλνεται για κυτταρολογική ανάλυση. Κακοήθη μεταβατικά κύτταρα στα ούρα είναι συνήθως ενδεικτικά είτε υψηλού βαθμού θηλώδους/συμπαγούς όγκου είτε καρκινώματος in situ. Η θετική κυτταρολογική ούρων δεν είναι κοινή σε καλά διαφοροποιημένους όγκους ή μετρίως διαφοροποιημένη νόσο, γεγονός που αντιστοιχεί στους περισσότερους καρκίνους της κύστης.

 

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Η κλινική εξέταση σπανίως αποκαλύπτει κάποια ανωμαλία, αν και ψηλαφητή κύστη μπορεί σπανίως να είναι παρούσα εάν υπάρχουν πήγματα στην κύστη, ειδικά αν ο ασθενής παρουσιάζεται επειγόντως με αιμορραγία και πόνο.

 

ΔΙΟΥΡΗΘΡΙΚΗ ΕΚΤΟΜΗ

Μετά τη διάγνωση ενός νέου όγκου με το εύκαμπτο κυστεοσκόπιο, η διουρηθρική εκτομή του όγκου προγραμματίζεται, είτε σε καθημερινή βάση (για μικρούς όγκους) ή είτε ως εσωτερικός ασθενής. Ένα ρεζεκτοσκόπιο χρησιμοποιείται για την εκτομή του όγκου από την κύστη και για την εκτέλεση βιοψίας της υποκείμενης στιβάδας του εξωστήρα μυός. Ο ιστός που έχει αφαιρεθεί στέλνεται για ιστολογική εκτίμηση, όπου ο παθολόγος επιβεβαιώνει την διάγνωση και καθορίζει το στάδιο και τον βαθμό του όγκου.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η θεραπεία διαφέρει ανάλογα αν ο όγκος διηθεί τον μυικό χιτώνα ή όχι της κύστης.

Ο επιφανειακός καρκίνος αντιμετωπίζεται με διουρηθρική εκτομή, ενδοκυστική έγχυση χημειοθεραπευτικών (επιρουμπικίνη, μιτομυκίνη) ή ανοσοδιεγερτικών φαρμάκων (BCG), ανάλογα με τη διαφοροποίηση του όγκου. Απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις στενή παρακολούθηση με απεικόνιση, κυστεοσκόπηση, κυτταρολογική εξέταση ούρων σε τακτά χρονικά διαστήματα για τα οποία θα σας ενημερώνει ο θεράπων ιατρός σας. Η στενή παρακολούθηση είναι τεραστίας σημασίας, διότι ο καρκίνος της κύστης είναι πολυεστιακή και υποτροπιάζουσα νόσος, ενώ χωρίς θεραπεία εξελίσσεται σε νόσο χειρότερης πρόγνωσης.

Ο μυοδιηθητικός όγκος της ουροδόχου κύστης αποτελεί ένδειξη για την αφαίρεση της κύστης (ριζική κυστεκτομή) και την εκτροπή των ούρων με τη χρήση τμήματος λεπτού εντέρου. Στον άνδρα αφαιρείται και ο προστάτης με τις σπερματοδόχους κύστεις, ενώ στη γυναίκα αποφασίζεται από κοινού με την ασθενή η διατήρηση της μήτρας και των εξαρτημάτων της (π.χ. σε νεαρές ασθενείς). Σε όλες τις περιπτώσεις η κυστεκτομή συνοδεύεται από εκτεταμένη εκτομή των λεμφαδένων της πυέλου.

Η εκτροπή των ούρων (ορθότοπη, δηλαδή με δημιουργία νεοκύστης από λεπτό έντερο και τοποθετησή της στη θέση της ουροδόχου ή ετερότοπη με δημιουργία στομίας στο δέρμα) αποφασίζεται με βάση πολλαπλούς παράγοντες, τους οποίους υποχρεούται ο χειρουργός-ουρολόγος να τις συζητά με τον ασθενή του.

Το ογκολογικό και λειτουργικό αποτέλεσμα είναι εφάμιλλο της ανοικτής και πιθανότατα καλύτερο, ειδικά στο λειτουργικό κομμάτι (εγκράτεια ούρων στην ορθότοπη εκτροπή και στυτική λειτουργία, εφόσον διατηρηθούν τα νεύρα της στύσης).

H επέμβαση γίνεται παραδοσιακά με ανοικτή μέθοδο. Τελευταία κερδίζει συνεχώς έδαφος η ρομποτική ριζική κυστεκτομή με πλήρως ενδοσωματική τεχνική και δημιουργία της εκτροπής, η οποία παρουσιάζει σημαντικότατα πλεονεκτήματα από πλευράς μετεγχειρητικής νοσηρότητας, με όλα τα πλεονεκτήματα της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής (μικρότερη απώλεια αίματος, νοσηλεία, λιγότερο πόνο, αισθητικό αποτέλεσμα, μικρότερη πιθανότητα μετεγχειρητικής κήλης).

Scroll to Top